-
1 επικηρον
-
2 πολυβλαβης
См. также в других словарях:
πολυβλαβής — ές, Α 1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος 2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά 3. αυτός που βλάπτεται εύκολα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς… … Dictionary of Greek
συναγιάζω — ΜΑ (μτβ.) αγιάζω μαζί («τὴν ἐπίκηρον τῆς σαρκὸς φύσιν... ἀεὶ τῇ ἀφθαρσίᾳ συναγιάζει τὸ κοινὸν τῆς φύσεως», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek